- μασουλάω
- μασουλάω (δε συνηθίζεται η κλίση σε -ώ), μασούλισα βλ. πίν. 70
και πρβλ. μασουλίζω
——————Σημειώσεις:μασουλάω : σύμφωνα με τη Γραμματική (Τριανταφυλλίδη), εφόσον υπάρχει ισοδύναμος τύπος σε -ίζω, επικρατεί ο αόρ. σε -ισα.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.